27/11/2014 By Πάνος Μουχτερός

Ήταν μια εποχή αναστατωμένη.

Για την ακρίβεια, είχαν από καιρό πάψει οι εποχές να είναι διαφορετικές, δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις το χειμώνα από το καλοκαίρι, την άνοιξη από το φθινόπωρο.

Παντού ήταν λες κι επικρατούσε μια και μόνο εποχή, γεμάτη από εκείνα τα γκρίζα σύννεφα που συνεχώς πηγαινοέρχονταν πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων.

Ήταν τότε που φόβος κι αγωνία αιωρούνταν σαν άλλα σωματίδια στη μολυσμένη ατμόσφαιρα, συνθέτοντας δεκάδες αναπάντητα ερωτήματα για το ποιό είναι άραγε το μέλλον μας, αν θα αντέξουμε απέναντι στις συνέπειες που προκάλεσαν τα ίδια μας τα επαναλαμβανόμενα τα ανθρώπινα τα λάθη, έτσι όπως τα χρόνια και οι γενιές περνούσαν.

Ήταν τότε που η φύση έδειχνε ζωηρά τα πρώτα εμφανή σημάδια από την εξάντλησή της, καθώς νερό κι αλάτι θαρρείς ότι είχανε πια στεγνώσει στους διψασμένους τους λαιμούς και στα άλλοτε ιδρωμένα μέτωπα.

Στης πόλης τα στενά έβλεπες μονίμως ακαθόριστες μορφές, αλαφιασμένες, που όλες έτρεχαν ταυτόχρονα προς το πουθενά, χωρίς ποτέ να κοιτιούνται μεταξύ τους, χωρίς ποτέ να σταματάνε.

Αντί για δέντρα, είχανε μπει στη θέση τους όρθιες εξατμίσεις που υποτίθεται ότι παίρνανε τον προβληματικό αέρα για να τον φιλτράρουν και να τον κάνουν πάλι φιλικό κι αναπνεύσιμο.

Ήταν τότε που ενήλικες και βρέφη είχαν πάψει να κλαίνε φωναχτά, μιας κι είχαν στόματα συνέχεια μπουκωμένα, αναμασώντας εκείνες τις πειραματικές τροφές, οι ειδήσεις μιλούσαν για διατροφική επανάσταση, δεν θα υπήρχε πια η αγωνία για να βρούμε όσα χρειαζόμαστε στη φύση, όλα θα ήταν έτοιμα εκ των προτέρων, σε εργαστήρια ειδικά, τα φαγητό θα ήταν σε χάπια μέσα, το γάλα θα το πίναμε σε σκόνη.

Δεν μπορούσες να κάνεις κι αλλιώς. Ήταν λες και μιμούνταν ο ένας άνθρωπος τον άλλο, δίχως πολλές απορίες, δίχως να ρωτήσει και να μάθει αν αυτό που επιλέγει είναι το σωστό, αφού όλοι έκαναν το ίδιο, ποιος ήσουν άραγε εσύ που θα το έπαιζες έξυπνος και θα μιλούσες για έναν δρόμο διαφορετικό από εκείνον που βάδιζε ολόκληρη η ανθρωπότητα.

Κι αυτό γινόταν από την πρώτη, τη μοναδική εκείνη στιγμή που ο καθένας ερχόταν σε τούτο τον συγκεχυμένο κόσμο, από εκείνα δηλαδή τα συμπαντικά δευτερόλεπτα που το έμβρυο εγκατέλειπε τη μήτρα κι αντίκριζε για πρώτη φορά εκείνο το συννεφιασμένο και θολό φως.

Και μολονότι ήταν αναπόφευκτα τα έντονα συναισθήματα, έπρεπε όλα να γίνονται με ακρίβεια χειρουργική, με την επιστήμη να έχει προ πολλού ξεπεράσει την εξαντλημένη φύση, οτιδήποτε χαρακτήριζε ένα φαινόμενο με τη λέξη “φυσιολογικό” έμπαινε αυτομάτως στην κατηγορία υψηλού κινδύνου.

Γι” αυτό κι είχαν πάψει πια οι τοκετοί τέτοιου είδους, ήταν αδιανόητο να αφεθεί στην τύχη της και η τελευταία πολύτιμη γέννα, να περιμένει δηλαδή η κάθε μάνα την ώρα εκείνη που θα συγκινούταν όλο της το είναι για να γεννήσει, όχι, αυτά όλα ήταν αντιλήψεις απαρχαιωμένες και μπορούσαν να οδηγήσουν σε πολύ χειρότερες καταστάσεις, που αποφεύγονταν άνετα με τις ρομποτικές καισαρικές τομές.

Ύστερα, έπρεπε το νεογέννητο να φύγει επειγόντως για να πλυθεί, να καθαριστεί από τα υπολείμματα της μητρός του και να λάβει τη θαλπωρή και τη ζεστασιά που παρείχαν οι εξελιγμένες θερμοκοιτίδες.

Μόνο αφότου περνούσαν αυτές οι κρίσιμες οι πρώτες ώρες, μπορούσε η μάνα ν” αγκαλιάσει για λίγο το παιδί της, που πια ήταν παιδί τού κόσμου όλου.

Το χειρότερο ήταν ότι, λόγω και των ατιθάσευτων ενστίκτων που πάλευαν για να επικρατήσουν, δινόταν η μεγαλύτερη μάχη για να μην καταφέρει το βρέφος να κάνει εκείνη τη χαρακτηριστική κίνηση που κάνουν όλα τα πλάσματα επί γης, μόλις βρεθούν για πρώτη φορά στη μητρική τους αγκαλιά.

Να προκληθεί δηλαδή στοχευμένη κι ειδικώς μελετημένη σύγχυση, έτσι ώστε να χαθούν τα χνάρια που θα οδηγούσαν στο στήθος, έπρεπε οπωσδήποτε να αποφευχθεί αυτό το πρώτο μεγάλο λάθος, δεν γινόταν πια το ανθρώπινο είδος να τρέφεται με αυτόν τον πρωτόγονο τρόπο, εξάλλου η κατανάλωση τόσων βλαβερών στοιχείων όλες αυτές τις δεκαετίες είχε παρεισφρήσει μέσα στο σώμα και το αίμα μας, είχε καταβληθεί αξιέπαινη προσπάθεια για να πάψουν να μεταδίδονται τα ίδια λάθη από τις προηγούμενες γενιές στις επόμενες, δεν ήταν καιρός για πισωγυρίσματα.

Ειδικά στις κλινικές, αυτοί οι κανόνες αποτελούσαν το δεκάλογο μιας επιτυχημένης γέννας και μετέπειτα ανατροφής των παιδιών εκείνων.

Γι” αυτό κι αν χρειαζόταν, φτάνανε μέχρι στο σημείο να σκεπάζουνε τα στήθη για να μη φανούνε οι θηλές, ιδίως την ώρα εκείνη που παίρνανε χρώμα σκούρο, μην τυχόν και γίνουν ακόμα πιο ευδιάκριτες για το κάθε πεινασμένο βρέφος.

Οι μαίες χαϊδεύανε με λόγια κατανόησης το ταλαιπωρημένο σώμα από τις λεχώνες που ζητούσαν να δούνε τα βλαστάρια τους και με τρόπο δίνανε σ” αυτές να πιούνε από εκείνο το μαγικό, τόσο δα, χαπάκι που τερμάτιζε μια και καλή τον ανεπιθύμητο μηχανισμό τής γαλουχίας.

Ύστερα, φέρνανε τα παιδιά με τα μπιμπερό στα στόματα, καθώς αυτά χάνονταν σ” ύπνο βαθύ μέσα στις μικρούλες τους τις κούνιες. Γερά παιδιά από κούνια.

Μερικές ξεροκέφαλες μητέρες βέβαια επιμένανε να κάνουν το δικό τους, δεν δίσταζαν μάλιστα να σηκωθούν από τα κρεβάτια τους και, αρπάζοντας το νεογέννητο, να χαθούν μια και καλή μέσα στους σκοτεινούς τους δρόμους.

Και δεν ήταν λίγες όλες αυτές οι περίεργες μανάδες που αγνοούσαν γιατρούς και νοσοκόμους μόνο και μόνο για να υπερασπιστούν μια πρακτική που ήταν εξόχως φυσιολογική κι άρα εξόχως επικίνδυνη για τα δεδομένα εκείνα.

Είχαν κάνει όλες τους μικρές-μικρές ομάδες και συναντιόντουσαν κρυφά μέσα στις νύχτες για να ταΐσουν έτσι ανορθόδοξα τα άμοιρα παιδιά τους.

Τις έβλεπες να κάθονται στα σκαλιά από τις εκκλησιές με το βλέμμα τους στραμμένο προς τον ουρανό, μήπως και λάβουν άφεση για την αμαρτία τους αυτή, την ίδια ώρα που από δίπλα τους περνούσαν γυναίκες και άνδρες, που δεν διστάζανε να πάρουν φόρα για να τις φτύσουνε κατάμουτρα όλες αυτές, δείχνοντάς τες με το δάκτυλο, μήπως και τις συνετίσουν για το κακό που προκαλούσαν, μέχρι και οι παπάδες βγαίνανε μέσα από τα ιερά για να τις πουν ότι αυτό που κάνουν δεν το θέλει ούτε ο Θεός ο ίδιος και τις ρωτούσανε αν είδανε ποτέ την Παναγιά να θηλάζει το Χριστό της και ότι θα πρέπει να ντρέπονται που δεν σέβονται τίποτα κι ότι δεν έχουνε ούτε ιερό ούτε όσιο.

Κι όλες αυτές οι αμαρτωλές γυναίκες καθόντουσαν πεισματικά κι υπομονετικά εκεί, θηλάζοντας τα αχόρταγα μωρά τους, δίχως να λένε κουβέντα, ήταν πρόθυμες να υποστούν το χειρότερο εξευτελισμό απλά και μόνο για να το παίξουν επαναστάτριες και δήθεν καλύτερες μητέρες, όταν έτσι κι αλλιώς η μητρότητα είχε πάψει να είναι απαραίτητα και μόνο βιολογική. Μαμά, μαμά!

Έτσι φώναζαν τα παιδάκια εκείνα που είχαν μεγαλώσει αλλιώτικα και που στο θέαμα αυτό ρωτούσαν τις δικές τους τις μανούλες γιατί εκείνα δεν βάλανε ποτέ το στόμα τους στο στήθος, γιατί δεν αποκοιμηθήκανε ποτέ στη σαγηνευτική μυρωδιά που φωλιάζει εκεί μέσα, γιατί τα δοντάκια τους ήταν στραβά και τα στομαχάκια τους φουσκωμένα, κι άλλες τέτοιες παιδιάστικες απορίες κάνανε τα παλιόπαιδα, δίχως ποτέ τα γιατί να σταματάνε.

Κι οι μανάδες εκείνες αλλάζανε κουβέντα, αντί για γάλα είχανε μια δικαιολογημένη ενοχή μέσα στα στήθια τους, δεν μπορούσαν να παραβλέψουν επιπόλαια όσα οι γιατροί έλεγαν να πράξουν, τι παραπάνω αυτές να ήξεραν, το γιατρό τους τον είχαν για Θεό, αφού με την υγεία δεν έπαιξε ποτέ κανένας.

Με τον καιρό βέβαια, σταμάτησαν οι απορίες και τα γιατί, αφού απαγορεύτηκε ρητά ο θηλασμός κι έβλεπες μόνο καμιά γύφτισσα να θηλάζει, τόσο που την ξεχώριζες σαν τη μύγα μες το γάλα.

Ήταν τότε που, για έναν περίεργο λόγο, ακόμα και οι μύγες εξαφανίστηκαν από την πλάση. Μαζί με τις αγελάδες κι όλα του κόσμου τα θηλαστικά.

Ήταν τότε που έβλεπες ποντίκια να μεταλλάσσονται σε γουρούνια και ψάρια σε μουχλιασμένες φράουλες. Ήταν τότε που και το γάλα το ξένο σταδιακά εξαντλήθηκε.

Ήταν τότε που οι άνθρωποι σερνόντουσαν στους δρόμους πεινασμένοι, προσευχόμενοι σε στάση εμβρύου με το δάχτυλο στο στόμα. Ήταν τότε που στα καλά καθούμενα μια μέρα οι ουρανοί ανοίξανε.

Και φάνηκαν δυο πελώρια σύννεφα, ίδια γεμάτα στήθη λεχώνας. Ήταν τότε που αντί για βροχή, έβρεξε κατακλυσμό από γάλα μητρικό. Ήταν τότε που αποκαλύφθηκε η μεγάλη αλήθεια, εκείνη που τόσους αιώνες ο κόσμος όλος αγνοούσε.

Ο Θεός είναι γυναίκα.

Πηγή

Αφήστε μια απάντηση