Το μητρικό γάλα των θηλαστικών είναι μοναδικό, ειδικό και προσαρμοσμένο για το κάθε είδος

Η εξελικτική ιδιαιτερότητα του ανθρώπινου γάλακτος.
Image by prostooleh on Freepik

Τα γάλατα των θηλαστικών είναι σχεδιασμένα διαφορετικά ώστε να καλύψουν τις ανάγκες του συγκεκριμένου είδους.

Το μητρικό γάλα έχει προσαρμοστεί στις ανθρώπινες ανάγκες μέσα από χιλιάδες χρόνια εξέλιξης.

Δεν υπάρχει κανένας μάγος, κανένα εργαστήριο γαλακτοβιομηχανίας που να μπορεί να μετατρέψει την αγελάδα σε άνθρωπο.

Ποιες είναι οι ανάγκες ενός νεογέννητου μοσχαριού; Πρόκειται για ένα θηλαστικό που γεννιέται σχετικά ώριμο. Η κύρια ανάπτυξή του έχει ήδη γίνει πριν την γέννηση, ενδομήτρια.

Μετά την γέννηση χρειάζεται κυρίως να αναπτύξει γρήγορα τους μυς του, την δύναμή του, γι’ αυτό το αγελαδινό γάλα έχει πάρα πολλές πρωτεΐνες.

Χρειάζεται να κοιμάται πολύ ώστε να μπορεί η μητέρα του να τρώει χορταράκι όλη μέρα χωρίς παρεμπόδιση. Γι’ αυτό το αγελαδινό γάλα έχει μεταξύ άλλων πολλή καζεΐνη ώστε να φέρνει πλήρωση, φούσκωμα, νωθρότητα και ύπνο.

Διαθέτει σχετικά ώριμους νεφρούς, στομάχι και συκώτι, γι’ αυτό και το αγελαδινό γάλα έχει από την αρχή πολύ αλάτι και μεγάλο υπόλειμμα ιχνοστοιχείων.

Τι συμβαίνει με τα μικρά των ανθρώπων; Πρόκειται για τα πιο ανώριμα και ασχημάτιστα νεογέννητα που παρατηρούνται στη φύση.

Όλα τα συστήματα του ανθρώπινου σώματος έχουν πολύ δρόμο για να αναπτυχθούν από τη στιγμή της γέννησης κι έπειτα. Η επίδραση του περιβάλλοντος σε αυτήν τη διαδικασία είναι μεγάλη και κρίσιμη.

Υπολογίζεται ότι ο άνθρωπος ολοκληρώνεται κατά το ½ πριν την γέννησή του, ενώ κατά τα 2/3 μετά την γέννηση, χάρις στην αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του.

Η εξωμήτριος ανάπτυξη είναι πιο σπουδαία από την ενδομήτριο. 

Ο εγκέφαλος κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής είναι ραγδαία αναπτυσσόμενος. Γίνεται τριπλάσιος σε όγκο από την γέννηση έως 2 ετών και μορφοποιείται – ανάπτυξη συνδέσεων ανάμεσα στα νευρικά κύτταρα, μυελινοποίηση – υπό την επίδραση των πλούσιων ερεθισμάτων του περιβάλλοντος.

Κατά τους πρώτους μήνες της ζωής καινούργια νευρωνικά κυκλώματα και συνδέσεις ενεργοποιούνται κατά εκατομμύρια.

Το ανθρώπινο γάλα είναι το πιο γλυκό από οποιοδήποτε άλλο γάλα θηλαστικού, περιέχοντας πολλή λακτόζη, το απαραίτητο γρήγορο καύσιμο για τον συνεχώς εργαζόμενο εγκέφαλο των βρεφών μας.

Τεράστια ποσά ωφέλιμων λιπαρών και χοληστερίνης, συγκριτικά με το αγελαδινό γάλα, δίνουν ώθηση στην ψυχοκινητική ανάπτυξη και χρησιμοποιούνται ως δομικό υπόστρωμα για τα κέντρα του εγκεφάλου.

Το γάλα της μαμάς πρέπει να είναι ευγενικό για τα ανώριμα όργανα του μωρού, το έντερο, το συκώτι, τους νεφρούς του. Για αυτό δεν έχει μεγάλο φόρτο ουσιών, δηλαδή ότι περιέχεται μέσα του χρησιμοποιείται στο έπακρο χωρίς να προκύπτουν ‘σκουπίδια’.

Το γάλα της μαμάς πρέπει να μην του φέρνει υπερβολικό ύπνο, ώστε να μπορέσει να δεθεί με τη μητέρα του, να εξερευνήσει γρήγορα τον κόσμο γύρω του και άρα να αναπτυχθεί, να ωριμάσει.

Το γάλα της μαμάς είναι εύπεπτο, φτιαγμένο για ένα είδος που κουβαλάει τα μικρά του, που απαιτεί για τα μωρά του στενή επαφή και συχνά, μικρά γεύματα.

Αν αναλογιστεί κανείς τα παραπάνω, φτάνει να υποθέσει ότι αυτές οι χαοτικές διαφορές στον τρόπο διατροφής των βρεφών μας θα δημιουργούσαν και εντελώς διαφορετικά μωρά. Είναι η αλήθεια πως πολλά πράγματα δεν έχουν εξεταστεί ακόμα.

Ωστόσο οι ερευνητές έχουν ήδη ανακαλύψει ότι ο οργανισμός του μωρού που πίνει επεξεργασμένο γάλα αγελάδας για βρέφη έχει διαφορετικό βιοχημικό προφίλ σε σχέση με αυτό βρεφών που θηλάζουν.

Αλλά και σε επίπεδο συμπεριφοράς και σε άλλα επίπεδα αθροίζονται οι έρευνες που επισημαίνουν αξιοσημείωτες διαφορές.

Πολλές από αυτές τις πρώιμες παρεκκλίσεις από τη φύση, από το φυσιολογικό, δεν έχουν μελετηθεί καν, έχουν δε άγνωστες συνέπειες για τις εύθραυστες υπάρξεις.

Το τεχνητό γάλα φέρει γνωστούς, αλλά ακόμα περισσότερους άγνωστους κινδύνους για τα μωρά μας.

Δεν υπάρχει θηλαστικό στον πλανήτη, εκτός από τον άνθρωπο, που να εμπιστεύεται την αύξηση, την ανάπτυξη, την ψυχική και σωματική υγεία των μικρών του σε γάλα από άλλο είδος.

Και αυτό είναι ιδιαίτερα τραγικό για ένα είδος που κατεξοχήν προσδιορίζεται από τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος μετά την γέννηση.

Στέλιος Παπαβέντσης MRCPCH DCH IBCLC 2011

Αφήστε μια απάντηση