3926198430_5eff24b3f2_z

Εάν περισσότερες γυναίκες θήλαζαν τα μωρά τους για 4 μήνες το λιγότερο, τα έξοδα για υγειονομική περίθαλψη θα ήταν πολύ λιγότερα, λένε Βρετανοί ερευνητές.

«Παλαιότερες έρευνες μας δείχνουν ότι οι γυναίκες έχουν δυσμενή αντιμετώπιση όταν θηλάζουν εκτός σπιτιού, ότι υπάρχει μια γενική αποδοχή της σίτισης με υποκατάστατο μητρικού γάλακτος ως ο φυσικός τρόπος σίτισης των μωρών, και επίσης ότι δεν υπάρχει εξειδίκευση και εμπειρία θηλασμού ανάμεσα στο ιατρικό προσωπικό», λέει ο Subhash Pokhrel, οικονομολόγος υγείας του Πανεπιστημίου Brunel στο Λονδίνο και επικεφαλής της έρευνας.

«Η επιλογή των γυναικών να ξεκινήσουν ή και να συνεχίσουν το θηλασμό, εμποδίζεται από την κουλτούρα και την συμπεριφορά της κοινωνίας στην οποία ζει», λέει ο Pokhrel.

Στην έρευνά του υπολογίζεται ότι αν, για παράδειγμα, το 75% των μωρών στις μονάδες νεογνών θήλαζαν, αντί για το 25% που είναι τώρα, η χώρα θα κέρδιζε 6,12 εκατομμύρια λίρες (9,6 εκατομμύρια δολάρια) από την αντιμετώπισης της νεκρωτικής εντεροκολίτιδας, μια σοβαρή ασθένεια που προσβάλει κυρίως τα πρόωρα νεογνά.

Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι οι παθήσεις του στομάχου, του αναπνευστικού και των ματιών, είναι περισσότερο συνηθισμένες στα μωρά που σιτίζονται με υποκατάστατο.

Οι συγγραφείς της νέας έρευνας υποστηρίζουν ότι το κόστος για την αντιμετώπιση αυτών των παθήσεων επιβαρύνει το Εθνικό Σύστημα Υγείας.

Υπογραμμίζουν επίσης το γεγονός ότι οι έρευνες έχουν δείξει πως οι γυναίκες που θηλάζουν έχουν μικρότερο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού και υποστηρίζουν ότι ο θηλασμός μπορεί να είναι οικονομικός και από αυτή την πλευρά.

Ο Pokhrel στην έρευνά του υπολόγισε ότι το ετήσιο κόστος για την αντιμετώπιση τεσσάρων βρεφικών ασθενειών – γαστρεντερικές, αναπνευστικές, λοιμώξεις των ματιών και νεκρωτική εντεροκολίτιδα – είναι 89 εκατομμύρια λίρες.

Υπολόγισε επίσης το κόστος για την αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού στα 959 εκατομμύρια λίρες.

Το κόστος της αγοράς υποκατάστατων επίσης αγγίζει τις 13 λίρες την εβδομάδα στη Μ. Βρετανία, γράφουν οι ερευνητές στο περιοδικό Archives of Disease in Childhood.

Οι ερευνητές έκαναν διαφορετικές υποθέσεις στις οποίες μωρά 4 μηνών θηλάζουν σε διαφορετικό βαθμό.

Εάν όλα τα πρόωρα θήλαζαν αποκλειστικά κατά την έξοδό τους από τις μονάδες νεογνών, αντί για το 35% που ισχύει τώρα, αυτό θα σήμαινε μείωση των εξόδων κατά 7,4 εκατομμύρια λίρες για την αντιμετώπιση της νεκρωτικής εντεροκολίτιδας, σύμφωνα με την ανάλυση.

Εάν οι μητέρες που θηλάζουν αποκλειστικά στους 4 μήνες, αυξάνονταν από το 7% στο 21%, τα νοσοκομειακά έξοδα για γαστρεντερικές παθήσεις θα μειώνονταν κατά 1,2 εκατομμύρια λίρες ανά έτος.

Η αύξηση του ποσοστού θηλασμού από 7% σε 21% στους 4 μήνες, θα μείωνε τα έξοδα νοσοκομειακής περίθαλψης κατά 2 εκατομμύρια λίρες ετησίως και κατά 300.000 λίρες τα έξοδα για λοιμώξεις των αυτιών.

Διπλασιάζοντας τον αριθμό των μητέρων που θηλάζουν από τους 7 στους 18 μήνες, η Μ.Βρετανία θα κέρδιζε 31 εκατομμύρια λίρες από το κόστος της θεραπείας του καρκίνου του μαστού, υποστηρίζουν οι ερευνητές.

Το ποσοστό των γυναικών που θηλάζουν στη Μ.Βρετανία έχει αυξηθεί από 62% σε 81% τα τελευταία 20 χρόνια, αλλά μόνο οι μισές από τις γυναίκες εξακολουθούν να θηλάζουν στις 6 εβδομάδες, σημειώνει ο Pokhrel.

«Γνωρίζουμε από προηγούμενες έρευνες την αρνητική επίδραση των υποκατάστατων σε τουλάχιστον 5 ασθένειες των βρεφών και των μητέρων».

«Όλες αυτές οι ασθένειες κοστίζουν ακριβά στο Εθνικό Σύστημα Υγείας κάθε χρόνο και φαίνεται ότι τα χαμηλά ποσοστά θηλασμού είναι μία από τις αιτίες αυτού του κόστους», λέει ο ίδιος.

Η Αμερικανή Ακαδημία για τον καρκίνο, ωστόσο, αναφέρει στον ιστότοπό της ότι «αν και ο θηλασμός έχει συμπεριληφθεί στους προστατευτικούς παράγοντες για τον καρκίνο του μαστού….. η έρευνα είναι ελλιπής».

Και ο Robert Kaestner, καθηγητής στο Ινστιτούτο Δημόσιων Υποθέσεων του Πανεπιστημίου του Ιλλινόις στο Σικάγο, λέει ότι δεν υπάρχουν αρκετές τυχαίες μελέτες που να δείχνουν τα οφέλη του θηλασμού έναντι της σίτισης με υποκατάστατο.

«Το πρόβλημα είναι ότι υποθέτουν ότι ο θηλασμός έχει όλα αυτά τα οφέλη και αυτό είναι κάτι που δεν έχει μελετηθεί τόσο καλά όσο υποστηρίζουν», λέει ο Kaestner.

«Δεν μπορούμε να αλλάξουμε την πολιτική βασιζόμενοι μόνο σε μια υπόθεση η οποία δεν είναι τόσο καλά στηριγμένη όσο θα θέλαμε», συμπληρώνει ο Kaestner, ο οποίος είναι επίσης βοηθός ερευνητής στο Εθνικό Γραφείο Οικονομικής Έρευνας.

Αντίθετα, ο Pokhrel λέει ότι οι αποδείξεις είναι αρκετά ισχυρές ώστε οι υπεύθυνοι να τις λάβουν υπόψη τους και να κάνουν το θηλασμό πιο εύκολο για τις γυναίκες που τον επιλέγουν.

«Θα θέλαμε να δούμε δράσεις και σχέδια από την πολιτεία, ώστε ο θηλασμός να γίνει πιο εύκολος για όσο καιρό θέλουν οι γυναίκες, πχ. αυξάνοντας την υποστήριξη, προσφέροντας σωστή εκπαίδευση στους επαγγελματίες υγείας και ανατρέποντας τα κοινωνικά εμπόδια όπως οι ανύπαρκτες παροχές στους χώρους εργασίας και η διευκόλυνση του θηλασμού σε δημόσιους χώρους».

Βίκυ Φαρδογιάννη – Πιστοποιημένη Σύμβουλος Θηλασμού IBCLC

Πηγές:

http://adc.bmj.com/content/early/2014/11/12/archdischild-2014-306701.short?g=w_adc_ahead_tab

http://www.reuters.com/article/2014/12/11/us-health-economics-breastfeeding-idUSKBN0JP2G320141211

Αφήστε μια απάντηση