Image by rawpixel.com on Freepik

Όταν ήμουν νέα μητέρα και έκανα τα πρώτα μου βήματα στο ταξίδι του θηλασμού, πίστευα ακράδαντα ότι όλες οι μητέρες μπορούν να θηλάσουν.

Αν και αυτό είναι αλήθεια ως ένα μεγάλο βαθμό, τώρα, μετά από 14 χρόνια προσωπικής και επαγγελματικής εμπειρίας, ξέρω καλύτερα.

Κάποιες φορές, ο θηλασμός απλώς δεν λειτουργεί. 

Η γαλουχία είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης κάποιων ορμονών οι οποίες θέτουν σε λειτουργία τον μηχανισμό της παραγωγής του γάλακτος, αλλά και της ανάπτυξης του μαζικού αδένα, του αδένα δηλαδή που βρίσκεται μέσα στους μαστούς μας.

Αυτό που συχνά περιγράφεται ως «ανεπάρκεια γάλακτος»,  και που πρακτικά σημαίνει ότι το γάλα της μητέρας δεν «κατεβαίνει» ποτέ, ή δεν είναι ποτέ αρκετό για να θηλάσει αποκλειστικά το μωρό της, μπορεί να συμβαίνει επειδή ο μηχανισμός δεν λειτουργεί σωστά ή επειδή απουσιάζουν τελείως κάποια από τα βασικά στοιχεία του. 

Αν και σχεδόν όλες οι νέες μητέρες αισθάνονται ανεπαρκείς και πιστεύουν ότι δεν έχουν αρκετό γάλα για να θρέψουν το μωρό τους, το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών των περιπτώσεων μπορεί να αντιμετωπιστεί επιτυχώς με κατάλληλους χειρισμούς και σωστή καθοδήγηση, ίσως και με μικρές παρεμβάσεις σε κάποιες περιπτώσεις.

Ωστόσο, υπάρχουν και περιπτώσεις μητέρων που πραγματικά δεν έχουν ποτέ αρκετό γάλα για τα μωρά τους.

Όμως, κάποιες φορές εμείς, οι υπέρμαχοι του θηλασμού, στην προσπάθειά μας να καθησυχάσουμε τους φόβους των νέων μητέρων ότι δεν έχουν αρκετό γάλα και ότι δεν θα τα καταφέρουν να θηλάσουν, δεν εκτιμούμε σωστά και δεν αναγνωρίζουμε τις μητέρες που πραγματικά δεν μπορούν.

Αν και είναι γεγονός ότι το ποσοστό των γυναικών που δεν μπορούν να θηλάσουν είναι εξαιρετικά μικρό, μικρότερο από 1%, είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε και να υποστηρίζουμε σωστά τις γυναίκες με ανεπάρκεια γάλακτος.

Το 1% ακούγεται πολύ μικρό ποσοστό, αλλά μεταφράζεται σε περίπου 100 γυναίκες με ανεπάρκεια γάλακτος κάθε χρόνο, οι οποίες δεν εκτιμώνται σωστά και υποφέρουν προσπαθώντας να θηλάσουν.

Η ανεπάρκεια παραγωγής γάλακτος μπορεί να οφείλεται σε κάποιο φάρμακο που παίρνει η μητέρα, και το οποίο προκαλεί αναστολή της γαλουχίας, ή σε κάποιο πρόβλημα στον θυρεοειδή αδένα ή στην υπόφυση.

Αναστολή της γαλουχίας μπορεί επίσης να προκληθεί εάν κάποιο κομμάτι του πλακούντα έχει μείνει μέσα στην μήτρα μετά τον τοκετό, ή εάν η μητέρα έχει υποπλασία μαστού.

Ωστόσο, οι γιατροί θα πρέπει να γνωρίζουν ότι  υπάρχουν κάποιες ουσίες οι οποίες αυξάνουν τα επίπεδα της προλακτίνης, της ορμόνης που είναι κυρίως υπεύθυνη για την παραγωγή γάλακτος, και είναι γνωστά ως γαλακταγωγά.

Η Αμερικάνικη Ακαδημία Θηλασμού έχει εκδώσει ένα πρωτόκολλο για αυτά τα φάρμακα.  

Στις περισσότερες περιπτώσεις πάντως δεν έχουμε απάντηση. Χωρίς αρκετές γνώσεις και με πολύ λίγες επιλογές θεραπείας, ο γιατρός απλώς λέει στη μητέρα ότι «δεν έχει γάλα».

Και πολλές φορές επίσης, η κουβέντα αυτή συνοδεύεται και από το σχόλιο «δεν πειράζει, κι εγώ μεγάλωσα με υποκατάστατο και είμαι μια χαρά».

Όμως έχω μια απορία: γιατί δεχόμαστε τόσο εύκολα το γεγονός ότι η δυσλειτουργία ενός σπουδαίου μέρους της αναπαραγωγικής μας φυσιολογίας, είναι μη αναστρέψιμη;

Και ότι η μόνη φυσιολογική και αποδεκτή λύση είναι το συνθετικό υποκατάστατο και ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη;

Σκεφτείτε ότι ξοδεύουμε περισσότερο από ένα 1 τρις δολάρια κάθε χρόνο για το Viagra, για να αντιμετωπίσουμε κάποιο άλλο είδος αναπαραγωγικής δυσλειτουργίας.

Φαντάζομαι ότι οι άντρες με στυτική δυσλειτουργία δεν θα αντιδρούσαν καλά εάν τους έλεγαν «Λυπάμαι, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτή την σημαντική πλευρά του αναπαραγωγικού σας συστήματος. Αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε αυτό το τεχνητό υποκατάστατο». 

Αυτή η αδιαφορία για γνώση και αντιμετώπιση του προβλήματος, δεν είναι τυχαία.

Εάν ψάξετε στις τράπεζες δεδομένων για έρευνες σχετικά με την αποτυχία του θηλασμού, θα βρείτε μόνο 9 σχετικές μελέτες, ενώ υπάρχουν 84 για την στητική δυσλειτουργία.

Φαίνεται ότι, ως κοινωνία, απλώς δεν θεωρούμε ότι η ανικανότητα θηλασμού είναι σημαντικό πρόβλημα.  

Όμως οι μητέρες και τα μωρά αξίζουν περισσότερα.

Καταρχήν, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η  υπάρχουσα ως τώρα γνώση είναι περιορισμένη και ότι θα έπρεπε να έχουμε περισσότερες και καλύτερες απαντήσεις.

Και επίσης ότι θα έπρεπε να τιμούμε και να σεβόμαστε την προσπάθεια κάθε γυναίκας να θηλάσει και να διατηρήσει το θηλασμό, αντί να την παγιδεύουμε.

Όταν της λέμε «Δεν πειράζει, κι εγώ δεν θήλασα και είμαι μια χαρά», βασικά είναι σαν να της λέμε ότι είναι τρελή που προσπαθεί να θηλάσει γιατί δεν είναι και τόσο σημαντικό θέμα και ότι δεν θα έπρεπε να σκοτίζει το όμορφο κεφάλι της γι’ αυτό.

Δεν γίνεται να μην αναρωτηθώ, πώς είναι δυνατόν οι γυναικολόγοι να μην εκπαιδεύονται να εκτιμούν κάθε έγκυο γυναίκα εάν είναι σε κίνδυνο για ανεπάρκεια γάλακτος;

Και αν υπάρχει αυτή η πιθανότητα, δεν θα πρέπει να την ενημερώσουν ώστε να ξέρει τι να περιμένει και να προσαρμόσει ανάλογα τις προσδοκίες της και επίσης να της πουν ότι ο θηλασμός είναι εφικτός παρόλα αυτά, έστω και μερικώς;

Ότι τα πλεονεκτήματα του μητρικού γάλακτος είναι ακόμα εκεί, ακόμα και στο λιγοστό γάλα;

Δεν θα έπρεπε να της προσφέρουν όλες τις πηγές και τα μέσα που χρειάζεται για να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα;

Θα  πρέπει να επαινούμε κάθε μητέρα για όλες τις προσπάθειες που κάνει για να πετύχει ο θηλασμός.

Επίσης, καλό θα ήταν να μιλάμε για το γεγονός ότι ο θηλασμός δεν είναι μόνο θέμα διατροφής.

Το μωρό και η μαμά μπορούν θηλάζοντας να απολαύσουν την εγγύτητα και την γλυκύτητα της επαφής με έναν άλλο άνθρωπο, καθώς αγγίζονται, αγκαλιάζονται και θηλάζουν.

Και φυσικά υπάρχουν και τα θέματα πολιτικής και κουλτούρας.

Οι γιατροί και οι μαίες χρειάζονται εκπαίδευση για να αναγνωρίσουν τις γυναίκες που έχουν τον κίνδυνο να μην έχουν αρκετό γάλα, από την εγκυμοσύνη ακόμα, να προσφέρουν βοήθεια και υποστήριξη από νωρίς και να σταματήσουν να διαδίδουν ιστορίες τρόμου για αφυδατωμένα μωρά και ανάξιες μητέρες.

Είναι σημαντικό επίσης να πούμε στους φίλους του θηλασμού ότι όσο πιο πολύ κρίνουμε τις μητέρες που δεν θηλάζουν, τόσο μεγαλώνει ο «πόλεμος» μεταξύ των μαμάδων και τόσο πιο πολύ απομακρύνεται η πιθανότητα να δούμε τα αληθινά εμπόδια στο θηλασμό: την παραπληροφόρηση, την άγνοια, την αδιαφορία από την πολιτεία και τους φορείς υγείας, αλλά και το ανεξέλεγκτο μάρκετινγκ των εταιριών υποκατάστατου μητρικού γάλακτος, που έχουν αναγάγει το αφύσικο σε φυσιολογικό.

Χρειαζόμαστε πολλές και μεγάλες τράπεζες μητρικού γάλακτος για να πάρουμε και να διανείμουμε το μητρικό γάλα των δοτριών.

Και χρειάζεται να ενθαρρύνουμε τις μητέρες που δεν μπορούν να θηλάσουν ώστε να μετασχηματίσουν τα αισθήματα ενοχής και απώλειας, σε δράση για να διεκδικήσουν περισσότερα για τις ίδιες και τα μωρά τους: περισσότερες έρευνες γι’ αυτό το πρόβλημα και περισσότερες τράπεζες μητρικού γάλακτος για τα μωρά τους.

Δεν μπορούν όλες οι μητέρες να παράγουν γάλα, αλλά η σύγχρονη ιατρική έχει λύσει πολύ πιο πολύπλοκα προβλήματα.

Αυτό που χρειαζόμαστε είναι η θέληση να βρούμε την πηγή του προβλήματος και η ανάπτυξη κατάλληλων μεθόδων έτσι ώστε όλες οι μητέρες να μπορέσουν να φτάσουν τους στόχους τους, όσον αφορά το θηλασμό.

Βίκυ Φαρδογιάννη – Πιστοποιημένη Σύμβουλος Μητρικού Θηλασμού IBCLC

Αφήστε μια απάντηση