της Γαλάτειας Λασκαράκη

Ο θηλασμός είναι χαρά αλλά και ένα είδος σκλαβιάς», είπε ο Νικολά Σαρκοζί και οι γαλλίδες μητέρες έπεσαν να τον φάνε.

Ή τουλάχιστον αυτή ήταν η είδηση.

Κι όμως, υπάρχουν πολλές άλλες, οι υπόλοιπες μισές ίσως, που θα έλεγαν «Μα, ναι, κάπως έτσι είναι, πού το βρίσκετε το κακό;».

Η μεγάλη τάση υπεράσπισης του θηλασμού τα τελευταία χρόνια έχει χωρίσει τις γυναίκες σε δύο στρατόπεδα:

αυτές που ασπάζονται τη «νατουραλιστική» μόδα για φυσιολογικό τοκετό χωρίς επισκληρίδιο, μακροχρόνιο θηλασμό και τις new age θεωρίες για τη διαπαιδαγώγηση και εκείνες που αναρωτιούνται τι νόημα είχε ο φεμινισμός τελικά, εάν πρέπει να επιστρέψουμε στις παραδοσιακές αξίες (ή έστω, εκείνες που διστακτικά ομολογούν ότι ο θηλασμός δεν τους είναι καθόλου ευχάριστος με κίνδυνο να χαρακτηριστούν από τεμπέλες ως διαβολογυναίκες).

Οι απόψεις του Σαρκοζί, οι οποίες έχουν και επίσημους υποστηρικτές στη Γαλλία (πχ. τη φεμινίστρια-φιλόσοφο Ελιζαμπέτ Μπαντεντέρ), μια χώρα με μεγάλη ευρωπαϊκή παράδοση στη γυναικεία χειραφέτηση, πυροδοτούν για άλλη μια φορά τη διαμάχη για το τελευταίο ίσως ταμπού του σύγχρονου κόσμου: τη μητρότητα.

Το παρακάτω κείμενο θίγει αυτό το ζήτημα. Αρχικά δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Marie Claire» τον Οκτώβριο του 2010 με τίτλο «Το τέλος του φεμινισμού»:

Γεννάς το πρώτο σου παιδί και θέλεις  να είσαι καλή μητέρα.

Αν θέλεις το καλύτερο για το μωρό σου, θα πρέπει να  το θηλάσεις από 6 μήνες έως 2 χρόνια.

Αν έχεις και  οικολογική συνείδηση δεν θα αγοράσεις πάνες μιας χρήσης, αλλά  υφασμάτινες, τις οποίες θα πλένεις (κατά προτίμηση στο χέρι, με αγνά  σαπούνια).

Θα είσαι με το παιδί σου 24 ώρες το 24ωρο, δεν θα κάνεις σεξ (ο θηλασμός σου ρίχνει τη λίμπιντο και ξηραίνει τον κόλπο) και φυσικά θα έχεις ξεχάσει την καριέρα σου.

Και μια μέρα θα διαπιστώσεις ότι  έχεις εξαντληθεί σωματικά και  ψυχολογικά, αλλά ποιος νοιάζεται;

Τώρα ανήκεις σε ένα ανώτερο ανθρώπινο είδος: είσαι μητέρα.

Ή μπορείς να κάνεις το άλλο: να  πετάξεις στο μωρό ένα μπιμπερό με γάλα-σκόνη, να γυρίσεις στο γραφείο, να πάρεις νταντά, να βγεις για ένα ποτό και να ξαναβρείς τον εαυτό σου.

Έτσι θα γλιτώσεις από τη νέα μεγάλη  καταπίεση που οι ίδιες οι γυναίκες επέβαλαν στο φύλο τους, τη μητρότητα, και δεν θα φας το παραμύθι ότι η ανατροφή παιδιών είναι το  σημαντικότερο πράγμα που έχεις καταφέρει ποτέ.

Γιατί είσαι πρώτα γυναίκα και μετά μάνα

Αυτά γράφει περίπου η αμφιλεγόμενη Γαλλίδα φεμινίστρια Ελιζαμπέτ Μπαντεντέρ στο τελευταίο βιβλίο της «Le conflit, la femme et la mère» («Η σύγκρουση, η γυναίκα και η μητέρα») προκαλώντας την μήνιν άλλων φεμινιστριών, οικολογικών οργανώσεων και μητέρων.

Έτυχε να ακούσω την Μπαντεντέρ από κοντά πριν από μερικούς μήνες στο  Παρίσι όπου ήταν καλεσμένη ομιλήτρια  στο παγκόσμιο συνέδριο του «Marie Claire».

Η συγγραφέας τρελαίνεται να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα. Δεν είναι η πρώτη  φορά που παίζει τον δικηγόρο του διαβόλου «προδίδοντας» το στρατόπεδό  της, κάτι που άλλοι βρίσκουν απαράδεκτο, άλλοι ιντριγκαδόρικο.

Κάποτε είχε νεύρα με τις αμερικανίδες φεμινίστριες «που το παράκαναν με τον πόλεμο των φύλων», θυματοποίησαν τις γυναίκες και δαιμονοποίησαν την ανδρική σεξουαλικότητα.

Τώρα τα βάζει με μια ολόκληρη φυλή νατουραλιστών, οικολόγων και συνηγόρων του θηλασμού οι οποίοι προπαγανδίζοντας το ιδεώδες της full time, do-it-yourself μητρότητας:

«Κάνουν τις γυναίκες σκλάβες των τέκνων τους και τις γυρίζουν πίσω στο σπίτι».

«Μια επανάσταση έχει λάβει χώρα στην  αντίληψή μας για τη μητρότητα χωρίς καν να το πάρουμε είδηση. Μια  επανάσταση που έχει μειώσει τις ελευθερίες των γυναικών και έχει καταστρέψει τις επαγγελματικές προοπτικές τους.

Οι γυναίκες κατάφεραν να ξεφορτωθούν την καταπίεση των ανδρών μόνο και μόνο για να επιβάλουν οι ίδιες σήμερα στον εαυτό τους μια νέα, πολύ πιο επικίνδυνη τυραννία: αυτή των παιδιών τους», μας είπε η Μπαντεντέρ.

Σκεφτείτε το: ως σωστή μητέρα προβάλλεται σήμερα κάποια που θηλάζει για έξι μήνες, δεν βιάζεται να γυρίσει στη δουλειά της, αποφεύγει  την επισκληρίδιο στον τοκετό για να ζήσει όσο πιο έντονα «αυτή την  ανεπανάληπτη εμπειρία», χρησιμοποιεί οικολογικές πάνες και αφήνει το παιδί  της να κοιμάται στο κρεβάτι της.

Αυτή η νέα παιδαγωγική κάνει σχεδόν  αδύνατο το να έχεις κοινωνική και ερωτική ζωή.

«Η μητρότητα θέτει δυσβάσταχτα βάρη στις γυναίκες και προκαλεί ενοχές σε όσες δεν μπορούν να ανταποκριθούν. Πετάει στα σκουπίδια ό,τι είχαμε πετύχει ως σήμερα, κάνει την ισότητα ανύπαρκτη. Είναι ένα βήμα προς τα πίσω».

Πες τα, χρυσή μου, έτσι είναι, έλεγαν από κάτω οι περισσότερες από εμάς εκείνη τη μέρα, με πρώτη την editor in chief της αυστραλέζικης έκδοσης:

«Πέντε ειδικοί έπεσαν πάνω μου στο μαιευτήριο επειδή είχα δυσκολίες στον θηλασμό. Ένιωσα απελπισία: διηύθυνα ένα περιοδικό αλλά δεν μπορούσα να θηλάσω ένα μωρό;».

Αλήθεια, ποιος είναι αυτός που γράφει ότι ο θηλασμός είναι μια απολαυστική εμπειρία; Θα τα είχα παρατήσει από την πρώτη εβδομάδα αν δεν επέμενε τόσο ο άνδρας μου, πρόσθεσα κι εγώ ζητώντας το μικρόφωνο.

«Ακριβώς!» μου απάντησε από πάνω η Ελιζαμπέτ με τα ψυχρά γαλάζια  μάτια της.

«Μη σας κάνει εντύπωση ότι πολλοί από αυτούς που προπαγανδίζουν τον θηλασμό και την επιστροφή της γυναίκας στο σπίτι είναι άνδρες».

Ρωτήστε όποια λεχώνα θέλετε και θα σας πει ότι για όσο καιρό θηλάζει η χρήση του στήθους της ως οργάνου σεξουαλικής διέγερσης και ικανοποίησης της προκαλεί από ναυτία ως αγανάκτηση.

Ακόμη και αν είσαι μια σεξουαλικά δραστήρια γυναίκα στην προηγούμενη ζωή σου, όταν θηλάζεις, θέλεις απλώς να κλωτσήσεις τον άνδρα που αγγίζει τη γαλακτομηχανή σου με πονηρές προθέσεις, ενώ παράλληλα κανείς δεν σε έχει προειδοποιήσει ότι οι ορμόνες σου σε έχουν μετατρέψει σε αγριόγατα, είπαμε τα πράγματα εκεί κάτω είναι πιο ξηρά και από την έρημο Καλαχάρι και συχνά η ερωτική σου επιθυμία βρίσκεται στο ground zero.

Ωστόσο ζεις την εξής παρανοϊκή κατάσταση: ο άνδρας σου θέλει και σεξ αλλά και να θηλάζεις το σπλάχνο σας.

Αν και  πλημμύριζα από ευτυχία που είχα αποκτήσει αυτό το μωρό, ήταν η πρώτη φορά που μου ήρθε να βγω στο δρόμο και να κάψω το σουτιέν μου.

Η κοινωνία δεν συμπαθεί τη μητέρα που δεν θηλάζει. Κάθε κουτί βρεφικής τροφής που κυκλοφορεί στον Δυτικό κόσμο φέρει υποχρεωτικά μια παρόμοια  προειδοποίηση:

«Προσοχή, το μητρικό γάλα είναι το καλύτερο για το παιδί  σας!», όπως το «κάπνισμα βλάπτει» στα τσιγάρα.

Θήλασα για τέσσερις μήνες, μέχρι να επιστρέψω στη δουλειά, μετά έδωσα στο μωρό μπιμπερό. Βέβαια, ακόμη με στοιχειώνει το γεμάτο επικριτική συγκατάβαση ύφος κάποιας γνωστής μας ότι η κόρη μου ήταν λίγο πιο γεροδεμένη σε σύγκριση με μωρά της ηλικίας της που τρέφονται μόνο από τη μαμά τους γιατί, «έτσι είναι τα παιδάκια που πίνουν ξένο γάλα».

«Ξένο». Αυτός είναι ο επίσημος όρος για το μη μητρικό γάλα. Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.

Φυσικά είχα με χαρά το μωρό μονίμως κρεμασμένο από το στήθος μου, «φορεμένο» με ένα sling στο Golden Hall και στο σουπερμάρκετ, για όσο κράτησε η άδεια, ντοπαρισμένη από  αυτή τη νέα λατρεία που αμφιβάλλω αν θα μου περάσει ποτέ.

Αισθανόμουν  περήφανη που δίνω στο παιδί μου αντισώματα, breast is best.

Σήμερα όμως, πάνω από έναν χρόνο μετά, μου προκαλεί μια μικρή αμηχανία η θέα γυναικών που θηλάζουν σε μια ταβέρνα, κάτι που κάποτε έκανα κι εγώ.

Μια φίλη μου το έκανε ακόμα στον ενός έτους γιο της, ο οποίος πλέον πήγαινε και της κατέβαζε την μπλούζα. Αλλά όσο περίεργα και αν νιώθω (έχω κορίτσι), κατανοώ ότι είναι μια σεβαστή επιλογή της και μια πράξη αγάπης που δεν της την έχει επιβάλει καμία τάση.

Image by Freepik

Κι εγώ γυρίζω με λαχτάρα στο παιδί μου κάθε απόγευμα μετά τη δουλειά και το γεμίζω φιλιά.

Οχι επειδή το διάβασα σε ένα φυλλάδιο, αλλά επειδή αυτός ο μικρός άνθρωπος είναι απλώς ο λόγος που ζω.

Φυσικά είμαστε γυναίκες της εποχής μας και δεν ξέρω πώς θα ήταν τα  πράγματα αν εγώ και η φίλη μου ζούσαμε στα 70s.

Τότε, όσο και αν ακούγεται  περίεργο, η επισκληρίδιος, το γάλα σκόνη και οι έτοιμες βρεφικές τροφές θεωρούνταν μεγάλες νίκες της γυναικείας χειραφέτησης.

Η μοντέρνα  πεθερά μου δεν θήλασε ποτέ κανένα από τα τέσσερα παιδιά της και νομίζω κάπνιζε στις μισές εγκυμοσύνες.

Όμως κάποια στιγμή, όπως συμβαίνει πάντα  με τα ήθη και με τις μόδες, το μοντέρνο έγινε παλιό και το παλιό πάλι  μοντέρνο.

Κάποια στιγμή η μητέρα του «έτοιμου» έπαψε να θεωρείται  φεμινίστρια, αλλά διαβολογυναίκα. Μια ολόκληρη σχολή σκέψης που  ευαγγελιζόταν την επιστροφή σε κάθε είδους φυσιολογικό, μας έκανε να δούμε τη μητρότητα ως αποστολή.

Τα tabloids γέμισαν φωτογραφίες με καρότσια, πρώην σύμβολα του σεξ γίνονταν το ένα μετά το άλλο σύμβολα new age γονιμότητας:

η Αντζελίνα Τζολί κυκλοφορούσε με ένα  τσαμπί παιδιά, η Γκουίνεθ Πάλτροου μεγάλωσε (λέει) την κόρη της χωρίς νταντά, καταξιωμένες σταρ έβρισκαν την ολοκλήρωση όταν επιτέλους κατάφερναν  να γεννήσουν (Νικόλ Κίντμαν, Τζούλια Ρόμπερτς, Σάλμα Χάγεκ).

Η ήρεμη  οικογενειακή ζωή έγινε η απάντηση στον καταναλωτισμό και στην  κρεατομηχανή της καριέρας.

Έπαιξε τον ρόλο της και η κρίση: το να μείνεις σπίτι και να φτιάχνεις μαρμελάδες ακούγεται απείρως πιο  ελκυστικό από το να παλεύεις σαν μονομάχος στην αρένα της εργασιακής  αβεβαιότητας.

«Η ζωή των γυναικών έχει δυσκολέψει ούτως ή άλλως τα τελευταία 20 χρόνια. Από τη μία η επαγγελματική ζωή είναι όλο και πιο άσχημη και αγχωτική και από την άλλη παρατηρούμε μια αυξανόμενη πίεση ηθικής φύσης στα  καθήκοντα μιας γυναίκας», συνέχισε η Ελιζαμπέτ.

Για να την κατανοήσουμε, ας λάβουμε υπόψη ότι η Γαλλίδα ήταν ως σήμερα το πρότυπο της ευρωπαίας φεμινίστριας, κάποια που συνδύαζε παιδιά και δουλειά με την ίδια άνεση  που έδενε το φουλάρι της, έπινε κρασί και παρέμενε αιωνίως ερωτικώς διαθέσιμη.

Τον 18ο αιώνα οι Γαλλίδες παρέδιδαν αμέσως τα μωρά τους σε νταντάδες για να συνεχίσουν να κάνουν σεξ με τους συζύγους τους (ή και τους εραστές τους) και να επιστρέψουν στην κοσμική ζωή.

Αστή και η ίδια (γόνος γνωστής οικογένειας και σύζυγος του celebrity δικηγόρου και πρώην υπουργού  Δικαιοσύνης της Γαλλίας Ρομπέρ Μπαντεντέρ), η Ελιζαμπέτ ανησυχεί για  την εγκατάλειψη αυτού του μοντέλου, το οποίο μάλιστα τα πήγαινε μια χαρά  στους δείκτες γεννητικότητας της Ευρώπης («Οι περισσότερες Γαλλίδες  αντιστέκονται στο μοντέλο της “τέλειας μαμάς” αλλά για πόσο;»).

Ανησυχεί επίσης ότι η γυναίκα που επί μία δεκαετία είχε γαλουχηθεί με την  «εγωιστική» κουλτούρα του shopping και είχε μάθει να βάζει πάνω απ’ όλα τις  γόβες της, είναι αδύνατο να γίνει τώρα η Μητέρα-Γη.

Εξάλλου παλιότερα είχε  γράψει ότι το μητρικό ένστικτο είναι μύθος, το επινόησε ο Ζαν Ζακ Ρουσό που ήθελε να αλλάξει μυαλά σε εκείνες τις αδιάφορες μητέρες του 1700. Σημειωτέον  ότι η Μπαντεντέρ είναι μητέρα τριών παιδιών.

“Οk, κυρία μου, να γυρίσουμε στο γραφείο, αλλά οι γκουβερνάντες κοστίζουν. Τι προτείνετε;” όπως το έθεσε εκείνη την ημέρα του συνεδρίου μια Αμερικανίδα στο ακροατήριο.

Μια γαλλίδα παιδίατρος χαρακτήρισε τη συγγραφέα «αρχαιο-φεμινίστρια που βρίσκεται σε άρνηση  της μητρότητας και γνωρίζει ελάχιστα τις ανάγκες της σημερινής μητέρας», ενώ η  πρόεδρος των Πρασίνων στη Γαλλία, μητέρα τεσσάρων παιδιών, σχολίασε:

«Για την κυρία Μπαντεντέρ φαίνεται αδιανόητο ότι το να μαγειρεύεις για το παιδί σου σημαίνει οτιδήποτε άλλο εκτός από αγγαρεία».

Μια άλλη μητέρα, που έμεινε δύο χρόνια στο σπίτι, και επέστρεψε στη δουλειά της ως μάνατζερ, βρίσκει ίσως τη χρυσή τομή ανάμεσα στους εξτρίμ αφορισμούς της Γαλλίδας συγγραφέα και τις φυσιολατρικές εμμονές:

«Δεν έχει να  κάνει με τις πάνες ούτε με τα πλαστικά μπιμπερό. Η πραγματική διαμάχη δεν είναι ανάμεσα στη γυναίκα και στη μητέρα, αλλά ανάμεσα στη γυναίκα και στην εταιρεία».

Τι κίνητρα και διευκολύνσεις σου παρέχει η  επιχείρηση για να συνεχίσεις να μεγαλουργείς στη δουλειά σου χωρίς να παραμελείς το παιδί σου;

Και αλήθεια, ποιος θα πληρώνει τη «γυναίκα» όταν όλοι ξέρουμε ότι το ωράριο ενός δημόσιου παιδικού σταθμού δεν συμπίπτει με τις δικές σου υπερωρίες (και φιλοδοξίες);

Γνωρίζω πολλές εργαζόμενες μητέρες που τώρα καταριούνται τον φεμινισμό.

Όπως αντίστοιχα γνωρίζω άλλες οι οποίες μένουν στο σπίτι με το μωρό και λαχταρούν να βρουν μια ώρα να πάνε γυμναστήριο. Υποθέτω ότι πάντα θέλεις αυτό που δεν έχεις.

Η πραγματική γυναικεία νίκη θα ήταν να μπορείς να  επιλέξεις.

Η Μπαντεντέρ προφανώς πιστεύει ότι καλά κάνω που λείπω από το σπίτι 8-10 ώρες για να κερδίζω χρήματα, με τα οποία πληρώνω μια ξένη γυναίκα για να προσέχει το παιδί μου.

Εγώ πάλι δεν έχω πειστεί εντελώς ακόμη.

Ίσως επειδή, όταν κοιτάζω τον καθρέφτη (και το πορτοφόλι μου) δεν  βλέπω μια αριστοκράτισσα της εποχής του Ρουσό. Αν και πολύ θα το ήθελα.

* Η Γαλάτεια Λασκαράκη είναι διευθύντρια σύνταξης στο περιοδικό «Marie Claire».

Πηγή

Αυτό το άρθρο έχει ένα σχόλιο

  1. Ζω στη Γαλλία και το άρθρο αυτό με αγγίζει πολύ καθώς ένοιωσα μεγάλη απογοήτευση και κρίση από τον περίγυρό μου τους 5 μήνες που θήλαζα το παιδί μου. Έμεινα στο σπίτι να το χαρώ και να είμαι κοντά του και μια μέρα άκουσα: καλά δε βαριέσαι όλη μέρα να κάνεις αγκού αγκού; Άντε να εξηγήσεις σε μια γυναίκα που βάζει τον εαυτό της πάνω απ όλα πώς είνα να νοιώθεις Μάνα Γη…

Αφήστε μια απάντηση